- πλήθυνση
- [-ις (-εως)] η см. πλήθβμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλήθυνση — η, Ν το πλήθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθύνω. Η λ., στον λόγιο τ. πλήθυνσις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek